- μυρώνω
- μυρώνω, μύρωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μυρώνω — (ΑΜ μυρῶ, όω, Μ και μυρώνω) [μύρον] αλείφω ή ραντίζω κάποιον ή κάτι με μύρο, αρωματίζω νεοελλ. 1. αναδίδω ευωδιά, ευωδιάζω («τα λουλούδια και τα χορτάρια τής γης εμύρωναν το λεπτό αυγερινό αεράκι», Κρυστ.) 2. παροιμ. «τό βαφτίζω, τό μυρώνω, άρα… … Dictionary of Greek
μυρώνω — μύρωσα, μυρώθηκα, μυρωμένος 1. αλείφω ή ραντίζω κάτι με μύρα, αρωματίζω: Τον μύρωσα με αρωματικό λάδι. 2. αλείφω με «άγιο μύρο» το μωρό που βαφτίζεται ή τους πιστούς σε μεγάλες γιορτές της Εκκλησίας: Ο παπάς μύρωσε το μωρό στη βάφτιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μύρωμα — το (ΑΜ μύρωμα) [μυρώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μυρώνω, η επάλειψη με μύρο (νεοελλ. μσν.) εκκλ. η επάλειψη τών βαπτιζομένων με άγιο μύρο ή η σταυροειδής επίχριση τού μετώπου τών χριστιανών με αγιασμένο έλαιο κατά την διάρκεια τού… … Dictionary of Greek
αμύρωτος — η, ο [μυρώνω] 1. αυτός που δεν μυρώθηκε, δηλ. δεν χρίσθηκε με αγιασμένο μύρο, και επομένως ο μη χριστιανός, ο αβάπτιστος 2. αυτός που δεν αλείφθηκε με μύρα … Dictionary of Greek
μυρώ — μυρῶ, όω (Α) βλ. μυρώνω … Dictionary of Greek
mir — MIR1 s.n. (În loc. adj.) De mir = care nu aparţine clerului; mirean. – Din sl. mirŭ lume . Trimis de ana zecheru, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 MIR2, miruri, s.n. Untdelemn parfumat şi sfinţit, întrebuinţat la săvârşirea unor ritualuri în biserica… … Dicționar Român
mirosi — MIROSÍ, mirós, vb. IV. 1. tranz. şi intranz. A simţi, a percepe un miros (2). ♦ tranz. A apropia nasul de ceva sau de cineva pentru a percepe un miros (2). 2. intranz. A avea (şi a răspândi) un miros (2). ♢ expr. Miroase a... = prevesteşte,… … Dicționar Român